αγριελιά

αγριελιά
και αγρελιά, η
1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων
2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο)- + ελιά.
ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγριελιά — αγριελιά, η και αγριλιά, η η άγρια ελιά, ο κότινος των αρχαίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την …   Dictionary of Greek

  • αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… …   Dictionary of Greek

  • αγριελούκλα — και αγριλούκλα, η μεγάλη αγριελιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγριελιά + μεγεθ. κατάλ. ούκλα] …   Dictionary of Greek

  • κοτσίνι — το κότινος, αγριελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοτίνιον (< κότινος «αγριελιά»), με τσιτακισμό (πρβλ. κοτσίδα < κοττίδα)] …   Dictionary of Greek

  • έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη …   Dictionary of Greek

  • αγρίελος — και άγρελος και άγριλος, ο 1. η αγριελιά 2. ο καρπός τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος ή μεγεθ. τού ουσ. αγριέλι] …   Dictionary of Greek

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • αγριέλα — και αγρέλα, η η αγριελιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριέλι αγρέλι] …   Dictionary of Greek

  • αγριέλι — και αγρέλι και αγρίλι, το 1. η αγριελιά* 2. ήμερη ελιά μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος το αγρέλι < *ἀγρέλαιος < *ἀγρέλος το αγρίλι < *ἀγρίλαιος < *ἀγρίλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”